- Κρούστας
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 507 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Agios Nikolaos (Gemeinde) — Gemeinde Agios Nikolaos Δήμος Αγίου Νικολάου (Άγιος Νικόλαος) … Deutsch Wikipedia
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
πέτσωμα — το, Ν [πετσώνω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα 2. δημιουργία κρούστας 3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς 3. χρηματική παροχή, από… … Dictionary of Greek
πετσάκι — το, Ν 1. μικρό κομμάτι δέρματος 2. μικρό κομμάτι κρούστας 3. το πέος … Dictionary of Greek
τυλιχτός — και τυλικτός, ή, ό, Ν [τυλίγω] 1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek
γαλατομπούρεκο — γαλατομπούρεκο, το και γαλακτομπούρεκο, το γλυκό του ταψιού με φύλλα κρούστας και γέμιση από γάλα, σιμιγδάλι και αβγά: Μας κέρασε σπιτικό γαλακτομπούρεκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρούστα — η (λ. λατ.) 1. στερεοποιημένη επιφάνεια ρευστής ή πολτώδους ουσίας, πέτσα, κόρα. 2. «φύλλο κρούστας», λεπτό φύλλο ζύμης που τοποθετείται ως επίστρωμα διάφορων γλυκισμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)